στερήσιμος

στερήσιμος
και στερέσιμος, -ον, Α [στέρησις / στέρεσις]
1. αυτός που υπόκειται σε αφαίρεση, σε απόσπαση
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να στερηθεί
3. (το ουδ. τού τ. στερέσιμος ως ουσ.) τὸ στερέσιμον
πρόστιμο που επιβαλλόταν ως ποινή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”